πασχητιώ

πασχητιώ
-άω Α
κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. πάσχω*, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση -ητιάω / -ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε -ητ(ής) και το επίθημα -ιάω, που αποσπάστηκε από ρήματα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. ἐμετιάω / -)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυσιώ — κυσιῶ, άω (Α) [κυσός] πασχητιώ* …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • πασχητίας — ὁ, Α [πασχητιώ] (κατά τον Ησύχ.) «ἀκόλαστος, κυσίας, ἢ ὃς αἰσχρᾱς ἡδονῆς ἡττᾱται» …   Dictionary of Greek

  • πασχητιασμός — ὁ, Α σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • φανητίας — ὁ, Α αυτός που αρέσκεται στην επίδειξη, φαντασμένος («ὑπερήφανος δ ἔμοιγε καὶ φανητίας», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φανητιῶ «επιθυμώ να επιδειχθώ» + επίθημα ίας (πρβλ. πασχητιῶ: πασχητ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”